ακόνισμα

ακόνισμα
ακόνισμα, το και ακόνημα, το, -ατος
το τρόχισμα: Τα ψαλίδια δεν ήταν γι' ακόνισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακόνισμα — το [ακονίζω] όξυνση τής κόψης αιχμηρού αντικειμένου με την ακόνη, το τρόχισμα …   Dictionary of Greek

  • ξυράφι — Όργανο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα, κυρίως του ανδρικού προσώπου. Το ξυράφι αποτελείται συνήθως από μία χαλύβδινη λεπίδα μήκους περίπου 10 εκατ. και πλάτους περί τα 2 εκατ. Ένα από τα δύο χείλη της λεπίδας έχει λειανθεί με ακόνισμα για να… …   Dictionary of Greek

  • ακονιστικός — ή, ό [ακονίζω] 1. ο κατάλληλος για ακόνισμα 2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ακονιστικά αμοιβή για το ακόνισμα …   Dictionary of Greek

  • σμυριδοτροχός — Εργαλείο κατεργασίας μετάλλων, ξύλων, μάρμαρων, πολύτιμων λίθων, κλπ. για τον τεμαχισμό, άλεσμα, λείανση και ακόνισμά τους. Ο συνηθισμένος τύπος του είναι ένας δίσκος κυλινδρικού ή κωνικού σχήματος, κατασκευασμένος από κόκκους πολύ σκληρών υλικών …   Dictionary of Greek

  • ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… …   Dictionary of Greek

  • ακονιστήρι — το [ακονίζω] όργανο με το οποίο εκτελείται το ακόνισμα, η ακόνη με τροχό …   Dictionary of Greek

  • ακονόπετρα — ή ακονόλιθος τεχνολ. φυσική ή τεχνητή πέτρα που χρησιμοποιείται για το ακόνισμα κοπτικών εργαλείων …   Dictionary of Greek

  • ακόνημα — το [ακονώ] το ακόνισμα* …   Dictionary of Greek

  • ακόνησις — ἀκόνησις ( εως), η (Α) [ἀκονῶ] το ακόνισμα* …   Dictionary of Greek

  • ευθηξία — εὐθηξία, ἡ (Α) το καλό ακόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηξία (< θηκτός < θήγω «ακονίζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”